- ανανεώνομαι
- ανανεώνομαι, ανανεώθηκα, ανανεωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… … Dictionary of Greek
ανανθώ — ( έω) (Α ἀνανθῶ) (για φυτά) ξανανθίζω, συνεχίζω να ανθίζω αρχ. ανακτώ σφρίγος, ανανεώνομαι, ξαναδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀνθῶ] … Dictionary of Greek
εξανανεώνω — και ξανανεώνω (Α ἐξανανεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. κάνω πάλι νέα ανανέωση 2. μέσ. (για συμβάσεις, χρεωστικά γραμμάτια κ.λπ.) ανανεώνομαι και πάλι αρχ. επαναφέρω και πάλι σε ισχύ ή σε ένταση κάτι, ανανεώνω («συγγένειαν αὐτῶν ἐξανανεοῡνται τοῑς… … Dictionary of Greek
εξαναπληρώ — ἐξαναπληρῶ, όω (Α) 1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.) 2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ξαναγυρίζω — (Μ ξαναγυρίζω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, επανακάμπτω, γυρίζω πάλι 2. δίνω κάτι πίσω για άλλη μία φορά, ξαναφέρνω κάτι πίσω νεοελλ. 1. αλλάζω γνώμη, υπαναχωρώ 2. περιστρέφω κάτι ξανά 3. βάζω ανάποδα, αντιστρέφω («ξαναγύρισε το σεντόνι») μσν. μέσ … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
προσανακαινούμαι — όομαι, Α αρχίζω να ανακαινίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακαινοῦμαι «ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι»] … Dictionary of Greek
συγκαινουργώ — έω, Α 1. ανανεώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. μέσ. συγκαινουργοῡμαι, έομαι ανανεώνομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καινουργῶ «κατασκευάζω κάτι εκ νέου, νεωτερίζω»] … Dictionary of Greek